- σερβίς
- το, Νάκλ. (ξεν. λ.) (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ-πονγκ) η πρώτη βολή τής μπάλας, η πρώτη μπαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. service < servir (βλ. λ. σερβίρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σέρβις — το, Ν άκλ. (ξεν. λ.) έλεγχος τής καλής λειτουργίας και συντήρηση μηχανής ή μηχανισμού, που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. service < λατ. servitium «υπηρεσία»] … Dictionary of Greek
σελφ-σέρβις — το, Ν άκλ. 1. αυτοεξυπηρέτηση 2. χαρακτηρισμός καταστήματος στο οποίο οι πελάτες εξυπηρετούνται μόνοι τους, χωρίς την μεσολάβηση πωλητή ή άλλου υπαλλήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. self service] … Dictionary of Greek
σελφ σέρβις — το (λ. αγγλ.), αυτοεξυπηρέτηση σε κατάστημα ή εστιατόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… … Dictionary of Greek
πινγκ-πονγκ — (ήεπιτραπέζιο τένις). Παιχνίδι που παίζεται από 2 ή 4 παίκτες ανά ζεύγη, που χρησιμοποιούν για χώρο παιγνιδιού ένα τραπέζι, και ακολουθεί, με μικρές μεταβολές, όλους τους κανονισμούς τους τένις. Το τραπέζι έχει κανονικά πράσινο χρώμα με άσπρο… … Dictionary of Greek
σερβίρω — Ν 1. παραθέτω φαγητά ή ποτά 2. βάζω φαγητό από την κατσαρόλα στα πιάτα 3. υπηρετώ ανθρώπους που γευματίζουν 4. (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ πονγκ) κάνω σερβίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servir < λατ. servio «υπηρετώ»] … Dictionary of Greek
Μακ Ντόναλντ, Ρίτσαρντ — (Richard McDonald, Μάντσεστερ, Νιού Χάμσαϊρ 1909 – Μάντσεστερ 1998). Αμερικανός επιχειρηματίας, εμπνευστής της ομώνυμης αλυσίδας εστιατορίων. Το 1937 άνοιξε, μαζί με τον αδελφό του Μόρις, το πρώτο εστιατόριο στην Αρκάντια της Καλιφόρνια,… … Dictionary of Greek